νόστιμα

νόστιμα
νόστιμος
belonging to a return
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • νόστιμος — η, ο 1. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση: Νόστιμα φαγητά. 2. μτφ., κομψός, ωραίος, χαριτωμένος: Νόστιμα ανέκδοτα. – Νόστιμη κοπέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρτυσία — ἀρτυσία, η (Α) [αρτύω] η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ηδυφαγώ — ἡδυφαγῶ, έω (Α) τρέφομαι με νόστιμα φαγητά, τρώω λιχουδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαγώ (< φάγος), πρβλ. ανθρωπο φάγος > ανθρωπο φαγώ, σαρκο φάγος > σαρκο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • καρύκευση — η [καρυκεύω] η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, το να ρίχνει κάποιος στα φαγητά αρτύματα για να γίνουν πιο νόστιμα …   Dictionary of Greek

  • νοστιμιά — η [νόστιμος] 1. νοστιμάδα 2. συν. στον πληθ. οι νοστιμιές νόστιμα, εύγευστα εδέσματα («μάς προσέφερε ένα σωρό νοστιμιές») …   Dictionary of Greek

  • νοστιμόγλυκα — τα νόστιμα και γλυκά εδέσματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”